- χαλαζώνω
- χαλαζῶ, -άω, ΝΑ [χάλαζα]ρίχνω χαλάζι («βρέχει και χαλαζώνει», δημ. τραγούδι)αρχ.1. πέφτω πυκνός σαν χαλάζι2. υποφέρω από χάλαζα («χαλαζῶσαι ὕες», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλαζώ — άω, Α βλ. χαλαζώνω … Dictionary of Greek